“Και πώς θα αποδεχτώ τον εαυτό μου;”, ρώτησε το κορίτσι τη σοφή γυναίκα μέσα στο μαγικό καθρέφτη.
“Α, αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω εγώ…”, απάντησε αινιγματικά εκείνη. “Οι απαντήσεις βρίσκονται μέσα στον καθένα από μας. Στο ταξίδι σου θα βρεις αυτό που ζητάς.”
Έτσι, το κορίτσι, που ήταν από τη φύση του περίεργο και ήθελε να βρει απαντήσεις για όλα τα μυστήρια της ζωής, ξεκίνησε το ταξίδι του. Με φόβο και αγωνία, γιατί κάθε ταξίδι προς το άγνωστο έχει φόβο και αγωνία, αλλά και ανυπομονησία για αυτά που πίστευε ότι θα βρει. Ο καιρός περνούσε, όμως, και το κορίτσι άρχισε να κουράζεται. Ήταν πιο δύσκολο από ό,τι περίμενε να βρει τις απαντήσεις που έψαχνε.
Πέρασε από λιβάδια με φρέσκα και δροσερά λουλούδια και τα ρωτούσε αν ήξεραν πώς να αποδεχτεί τον εαυτό της. Τα λουλούδια κούνησαν τα μυρωδάτα κεφάλια τους.
“Εμείς το μόνο που ξέρουμε είναι ότι ξυπνάμε φρέσκα κάθε πρωί κάτω από το λαμπερό ήλιο, γεμάτα με τις δροσοσταλίδες της αυγής”, της είπαν.
Πέρασε από ψηλά βουνά, που έστεκαν στέρεα και σταθερά κάτω από έναν απέραντο ουρανό.
“Μήπως εσείς ξέρετε το μυστικό, για να αποδεχτώ τον εαυτό μου;”, τα ρώτησε.
Τα βουνά απάντησαν μακάρια: “Εμείς στεκόμαστε εδώ για πάρα πολλά χρόνια”, της είπαν. “Οι καιροί αλλάζουν, αλλά οι άνθρωποι πάντα έρχονται να ανέβουν στις κορυφές μας και να θαυμάσουν τη θέα από εδώ πάνω. Τους δίνει άλλη προοπτική.”
Το κορίτσι συνέχισε, παρόλο που το ταξίδι της φαινόταν πιο δύσκολο. Πέρασε από μικρά ήρεμα ρυάκια, αλλά και από πλατιά ορμητικά ποτάμια κι έφτασε σε μια ήρεμη και διάφανη λίμνη.
“Μήπως εσύ ξέρεις πώς να αποδεχτώ τον εαυτό μου;” τη ρώτησε.
“Κοίτα πόσο καθαρά είναι τα νερά μου”, απάντησε η λίμνη. “Χιλιάδες ψαράκια κολυμπάνε εδώ, οι άνθρωποι ψαρεύουν και τους δίνω τροφή. Σε κάποιους αρέσει να κολυμπάνε στα ήρεμα νερά μου.”
Το κορίτσι αναστέναξε και συνέχισε το ταξίδι της. Είχε απογοητευτεί πια και ήταν σίγουρη ότι δε θα έβρισκε τις απαντήσεις που ζητούσε. Είχε πια νυχτώσει και έφτασε σε ένα ξέφωτο, όπου αποφάσισε να ξεκουραστεί. Είχε πάρει την απόφασή της: το πρωί θα ξεκινούσε το ταξίδι του γυρισμού, αν και δεν ήταν σίγουρη ποιος ήταν ο δρόμος του γυρισμού.
Ενώ κοιμόταν, ένιωσε μια παράξενη αίσθηση, σαν να έβγαινε από το σώμα της και αιωρούνταν στο απέραντο διάστημα. Ένα αίσθημα ελευθερίας την πλημμύρισε και ένιωσε πλήρης. Εκεί, στο ξέφωτο, κάτω από το αχανές διάστημα, τριγυρισμένη από δροσερά λουλούδια, με τα στέρεα βουνά να την προστατεύουν κι ένα καθαρό ρυάκι να κυλάει πλάι της, βρήκε τελικά τις απαντήσεις που έψαχνε.