«Νιώθω ότι είμαι μέσα σ’ένα λαβύρινθο και δεν μπορώ να βρω την άκρη του μίτου της Αριάδνης», μου είπε σήμερα μια θεραπευόμενη στη συνεδρία μας.
Οι άνθρωποι που έρχονται για ψυχοθεραπεία νιώθουν συνήθως αρκετά αντιφατικά συναισθήματα και, όσο και να έχουν ανάγκη κάποια αλλαγή στη ζωή τους, φοβούνται το άγνωστο κι έχουν αγωνία για το πώς θα γίνει αυτή η αλλαγή. Ο ρόλος ενός καλού ψυχοθεραπευτή δεν είναι να βρει τη λύση στα προβλήματα του θεραπευόμενου. Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να πάρει την ευθύνη για τη ζωή κάποιου, παρά μόνο ο ίδιος. Ο ρόλος ενός ψυχοθεραπευτή είναι να δημιουργήσει ένα θεραπευτικό περιβάλλον αποδοχής, κατανόησης και σεβασμού, έτσι ώστε ο θεραπευόμενος να μπει στη διαδικασία επεξεργασίας, που θα φέρει τις αλλαγές στη ζωή του. Όταν ο θεραπευτής εκφράζει την κατανόησή του ότι μια αλλαγή χρειάζεται χρόνο και σκέψη, ο θεραπευόμενος παίρνει το χώρο και το χρόνο του, ώστε να δεσμευτεί στο να κάνει αλλαγές στη ζωή του.
Επομένως, δύο βασικά στοιχεία της θεραπείας είναι η ενσυναίσθηση (empathy) και η ενθάρρυνση. Όσο ο θεραπευόμενος παίρνει κουράγιο, μέσα από τα δύο αυτά στοιχεία, γίνεται ολοένα και περισσότερο ανοιχτός στην αλλαγή. Συχνά, η ελπίδα και η πίστη λειτουργούν ως καταλύτες των εντυπωσιακών αλλαγών στην ψυχοθεραπεία. Τέτοιου είδους αλλαγές, όμως, χρειάζονται προετοιμασία, φροντίδα και υπομονή. Μερικές φορές είναι απίστευτο πώς φαινομενικά μικρές αλλαγές μπορεί να φέρουν απρόσμενη χαρά!
Όλες οι έρευνες καταλήγουν ότι η θεραπευτική σχέση μπορεί να καθορίσει και το αποτέλεσμα της θεραπείας. Ο Βίκτωρ Φρανκλ (1988), που επέζησε από στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έλεγε ότι «αυτό που μετράει στη θεραπεία δεν είναι τόσο οι θεραπευτικές τεχνικές, αλλά η σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενή, ή αλλιώς η προσωπική και υπαρξιακή συνάντηση μεταξύ τους». Παρομοίως, ο Rogers (1961), θεμελιωτής της Προσωποκεντρικής Θεωρίας, κατέληξε ότι η αποτελεσματική ψυχοθεραπεία απαιτεί από ένα θεραπευτή να συνάψει μια έντονα προσωπική και υποκειμενική σχέση με τον πελάτη του, σχετιζόμενος όχι ως επιστήμονας με ένα αντικείμενο έρευνας, όχι ως γιατρός που πρέπει να διαγνώσει και να θεραπεύσει, αλλά ως άνθρωπος προς άνθρωπο.
Τελικά, το μόνο ‘εργαλείο’ που έχουμε ως θεραπευτές είναι ο εαυτός μας. Και μπορεί να έχουμε σπουδάσει τις θεραπευτικές τεχνικές και να είμαστε ‘ειδικοί’ στην τέχνη της αλλαγής, αλλά οι θεραπευόμενοί μας είναι ειδικοί στη ζωή τους. Και το πώς σχετιζόμαστε μεταξύ μας, θεραπευτής και θεραπευόμενος, θα κάνει τη διαφορά και θα φέρει την αλλαγή στις δικές τους ζωές.