Πάει αρκετός καιρός που έχω να δημοσιεύσω στο blog, παρόλο που γράφω αρκετά για ιδιωτική χρήση. Μου φαινόταν παράξενο, δεν ήξερα για ποιο πράγμα να γράψω, ενώ συνέβαιναν τόσα πολλά… Η πανδημία, το άγχος και το στρες που κατέκλυζε τους ανθρώπους, τα lockdown… τόσες καινούριες λέξεις μπήκαν στο λεξιλόγιό μας και η ανθρωπότητα ανήμπορη να διαχειριστεί τις συνέπειες ενός μικροσκοπικού οργανισμού. Η αλήθεια είναι, επίσης, ότι είχα πολλή δουλειά. Προσπαθούσα να χωρέσω στο πρόγραμμά μου τους ανθρώπους που ζητούσαν τη βοήθειά μου με την έξαρση των συμπτωμάτων του άγχους τους, με τις κρίσεις πανικού τους, με τις αναδυόμενες δυσκολίες στις σχέσεις τους, με τη διαχείριση θεμάτων που αφορούν στα παιδιά τους, με τη διαχείριση του πένθους τους, με το θάνατο που βίωναν… Δεν ξέρω αν κατάφερα να τους βοηθήσω όλους, αλλά ξέρω ότι προσπάθησα. Δεν είναι εύκολη η δουλειά του ψυχολόγου, κι ας λένε κάποιοι ότι δεν κάνουμε και πολλά πέρα από το να ακούμε τον άλλον. Πόσο εύκολο είναι, όμως, να ακούμε πραγματικά τον άλλον, να είμαστε σε θέση να τον αφήνουμε να ακουμπάει το δύσκολο συναίσθημά του πάνω μας και να αντέχουμε, να υπερνικάμε της παρόρμησης να του δώσουμε συμβουλή ή να τον καθησυχάσουμε ότι «όλα καλά θα πάνε»; Δεν ξέρουμε αν όλα θα πάνε καλά, και πρέπει να αντέξουμε τη δική μας αβεβαιότητα τόσο για τη ζωή του άλλου, όσο και για τη δική μας ζωή. Και μέσα σε αυτή την αβεβαιότητα να είμαστε βοηθητικοί για τους άλλους. Προχωράμε, όμως, γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι. Και για να προχωρήσουμε, όπως και για να είμαστε βοηθητικοί, χρειάζεται να βρίσκουμε τρόπους να φροντίζουμε τον εαυτό μας. Ο καθένας από μας βρίσκει πώς έχει ανάγκη να φροντίσει τον εαυτό του. Και μέσα από τις μικρές χαρές της ζωής, όπως ένα χαμόγελο, μια τούρτα γενεθλίων, το γέλιο ενός παιδιού, μια ανατολή ή ένα ηλιοβασίλεμα, βρίσκουμε νόημα σε αυτό που κάνουμε και σε όσα ζούμε.