Μαθησιακές ή συναισθηματικές δυσκολίες;

Μαθησιακές ή συναισθηματικές δυσκολίες;

“Χτες είχαμε ενημέρωση γονέων στο σχολείο”, ξεκίνησε να λέει η Μελίνα* στην τελευταία συνεδρία μας, εμφανώς αναστατωμένη. “Η δασκάλα μου είπε ότι, ενώ ο Χρήστος* είναι πολύ καλό παιδί, την προβληματίζουν κάποιες συμπεριφορές του και μου πρότεινε να κάνουμε μια μαθησιακή αξιολόγηση. Κι εγώ βλέπω βέβαια στο σπίτι ότι δε συγκεντρώνεται στο διάβασμα, αλλά… παιδί είναι. Σε ποιο παιδί αρέσει να διαβάζει;”

Καταλαβαίνω ότι έχει ανάγκη να την καθησυχάσω. Η αλήθεια είναι ότι η εικόνα του γιου της που μου περιγράφει δεν είναι ασυνήθιστη. Αν, όμως, συντρέχουν κάποιου είδους μαθησιακές δυσκολίες, είναι σημαντικό να διερευνηθούν και να αντιμετωπιστούν, καθώς, εκτός από τις δυσκολίες που ενδέχεται να αντιμετωπίζει το παιδί στο σχολείο, μπορεί να συνυπάρχουν και δευτερογενείς συναισθηματικές δυσκολίες, που περιπλέκουν την αντιμετώπιση της κατάστασης.

Όπως δείχνουν οι έρευνες, τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να παρουσιάσουν δευτερογενείς συναισθηματικές δυσκολίες, αν οι μαθησιακές δυσκολίες δε διαγνωστούν και δεν αποκατασταθούν έγκαιρα. Οι δευτερογενείς αυτές δυσκολίες μπορούν να διαχωριστούν σε εσωτερικευμένες και εξωτερικευμένες, χωρίς όμως αυτή η διάκριση να είναι πάντα ξεκάθαρη.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΥΜΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ:

  • Χαμηλή αυτοεκτίμηση και συναισθήματα κατωτερότητας
  • Συμπτώματα κατάθλιψης: πεσμένη διάθεση, μειωμένη όρεξη, δυσκολία στον ύπνο ή αντίθετα υπερβολικές ώρες ύπνου, εφιάλτες
  • Κόπωση και αδυναμία συγκέντρωσης
  • Κοινωνική απομόνωση και αισθήματα μοναξιάς
  • Υψηλά επίπεδα άγχους (στην κατηγορία αυτή εμπίπτει και η εμφάνιση τικ, καθώς και η σωματοποίηση του άγχους: πόνοι, εμετοί κλπ.)
  • Φοβίες

ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΥΜΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ:

  • Αρνητισμός προς τη μαθησιακή διαδικασία
  • Σχολική άρνηση
  • Συναισθήματα θυμού και επιθετικότητας
  • Συμπτώματα παιδικής παραβατικότητας (ψέματα, καυγάδες, μικρο-κλοπές, bullying …)
  • Συμπτώματα υπερκινητικότητας και έλλειψης προσοχής

ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΥΑΛΩΤΑ ΣΤΟ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΟΥΝ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ;

Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν ψυχολογικά προβλήματα, καθώς συστηματικά αποτυγχάνουν να αντεπεξέλθουν στις σχολικές τους υποχρεώσεις. Λόγω ελλιπούς ενημέρωσης, οι γονείς και το εκπαιδευτικό σύστημα παρερμηνεύουν ή αγνοούν τις ανάγκες τους. Έτσι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που μπορεί να κάνουν, τα παιδιά αυτά ελάχιστα επιβραβεύονται, ενώ αντίθετα τα λάθη και οι δυσκολίες τους μπαίνουν στο μικροσκόπιο και γίνονται αντικείμενο προσοχής από τους άλλους. Πολλές φορές τα παιδιά αυτά νιώθουν ότι δε γίνονται αποδεκτά από τους δασκάλους, τους συνομηλίκους και τους γονείς τους. Κατά συνέπεια, συχνά στιγματίζονται και θεωρούνται αργά, τεμπέλικα ή και χαζά, με αποτέλεσμα να αισθάνονται αναστάτωση και ντροπή για τον εαυτό τους. Τέτοια συναισθήματα παρεμποδίζουν την οικοδόμηση μιας θετικής αυτοεικόνας. Αντ’ αυτής, αποκτούν αρνητική αυτοαντίληψη, ακόμα και σε περιπτώσεις που οι άλλοι τα υποστηρίζουν και τα ενθαρρύνουν. Τελικά, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η έλλειψη αυτοπεποίθησης ενισχύουν τα μαθησιακά προβλήματά τους και ανακυκλώνουν την αποτυχία και τον αρνητισμό. Ορισμένες έρευνες υποστηρίζουν πως περίπου το 70% των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες, υποφέρει από χαμηλή αυτοεκτίμηση. Με το πέρασμα του χρόνου, είναι δυνατόν τα παιδιά αυτά να παραιτηθούν από κάθε προσπάθεια, μια και θεωρούν πως δεν υπάρχει περίπτωση οι προσπάθειές τους να καρποφορήσουν. Πολλές φορές αναρωτιούνται: “Γιατί να προσπαθώ; Όσο σκληρά και να παλεύω, στο τέλος πάντα αποτυγχάνω!”

Επιπλέον, τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις κοινωνικές τους σχέσεις. Μερικές έρευνες υποστηρίζουν πως περίπου το 75% των παιδιών αυτών έχουν δυσκολίες στο να συνάψουν και να διατηρήσουν φιλίες, είναι λιγότερο αποδεκτά και συχνά τυγχάνουν απόρριψης από τους συνομηλίκους τους. Το γεγονός αυτό εξηγείται λόγω της αρνητικής αυτο-εικόνας τους, καθώς δε νιώθουν σιγουριά για τον εαυτό τους. Την ίδια αντιμετώπιση εισπράττουν επίσης από τους δασκάλους αλλά και τους άλλους ενήλικους, οι οποίοι έχουν αρνητική εντύπωση για αυτά. Αυτή η κοινωνική απόρριψη έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της θετικής αυτοαντίληψης, συμβάλλοντας έτσι στο φαύλο κύκλο που δημιουργείται.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ

  • Η αξιολόγηση πρέπει να γίνεται από ειδικό, καταρτισμένο ψυχολόγο, με σταθμισμένα εργαλεία. Είναι μια διαδικασία που συνήθως ολοκληρώνεται σε μερικές συνεδρίες, κατά τις οποίες παίρνουμε πληροφορίες από διάφορες πηγές και χορηγούνται τα απαραίτητα τεστ για την αξιολόγηση.
  • Χρειάζεται να λαμβάνουμε πληροφορίες τόσο από τους γονείς (λεπτομερές ιστορικό για την ανάπτυξη του παιδιού και την ακαδημαϊκή του πορεία ως την παραπομπή), όσο και από τους δασκάλους, που έρχονται σε καθημερινή επαφή με το παιδί, και αν χρειαστεί και από άλλες πηγές (π.χ. άτομα που είναι κοντά στο παιδί, μέλη της ευρύτερης οικογένειας, κάποια κυρία που βοηθάει κλπ.)
  • Είναι σημαντικό να διευκρινίζουμε κατά πόσο οι συναισθηματικές δυσκολίες είναι πρωτογενείς ή δευτερογενείς, δηλαδή συνέπειες άλλων δυσκολιών του παιδιού.

ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ;

Αρχικά, είναι σημαντικό να αντιμετωπίσουμε και να αποκαταστήσουμε τις μαθησιακές δυσκολίες, οπότε να «χτυπήσουμε το κακό στη ρίζα του». Όταν το παιδί αρχίσει να βλέπει ότι τα καταφέρνει στη μαθησιακή διαδικασία, έχει κίνητρο να εξακολουθήσει να προσπαθεί, η αυτο-εκτίμησή του αυξάνεται και η αυτο-εικόνα του βελτιώνεται. Ιδίως στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, που ακόμα δεν έχει εδραιωθεί ο φαύλος κύκλος «δυσκολία-απογοήτευση-άρνηση-παραίτηση», είναι σημαντικό να ενισχύσουμε το παιδί στη μαθησιακή διαδικασία. Αυτό δε σημαίνει ότι σε μεγαλύτερες τάξεις η αποκατάσταση των μαθησιακών δυσκολιών είναι αδύνατη ή δεν έχει νόημα, αλλά καταλαβαίνουμε ότι η κατάσταση γίνεται περισσότερο δύσκολη και περίπλοκη.

Σε συνδυασμό με ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα μαθησιακής αποκατάστασης λοιπόν, είναι σημαντικό να ενθαρρύνουμε και να ενισχύουμε τα παιδιά στη μαθησιακή διαδικασία. Τα περισσότερα παιδιά λειτουργούν και μαθαίνουν καλύτερα μέσω της ενίσχυσης και της ενθάρρυνσης. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να ακούσουν ότι τα καταφέρνουν, γιατί παίρνουν την αναγνώριση ότι είναι ικανά, ότι αξίζουν και ότι η προσπάθειά τους αμοίβεται. Η ενίσχυση δείχνει στο παιδί τι πρέπει και τι μπορεί να κάνει∙ γι’αυτό το λόγο είναι σημαντικό οι γονείς να συνοδεύουν το «μπράβο» στο παιδί με την ενέργεια που έκανε εκείνο. Π.χ., «Μπράβο για το Άριστα που πήρες στο σχολείο!» Ακόμα και τα πιο δύσκολα παιδιά κάποια στιγμή θα κάνουν κάτι που θα αξίζει τον έπαινο και την ενθάρρυνση. Είναι σημαντικό οι γονείς (και όσοι ασχολούνται με τα παιδιά) να αδράξουν την ευκαιρία, για να επαινέσουν το παιδί και να το ενθαρρύνουν να συνεχίσει την προσπάθειά του. Ειδικά στα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, είναι σημαντικό να καταλάβουν οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί τι μπορεί να καταφέρει το παιδί, ώστε να το ενισχύουν και να το σπρώχνουν στην προσπάθειά του, αλλά ταυτόχρονα να μην έχουν απαιτήσεις, τις οποίες δεν μπορεί να ικανοποιήσει σε αυτή την ηλικία και τάξη.

Από την άλλη μεριά, όμως, πρέπει να υπάρχουν και συνέπειες, όταν το παιδί δεν κάνει αυτό που πρέπει (και είναι ικανό να κάνει) ή όταν παραβεί κάποιον κανόνα. Έτσι, μαθαίνει τι δεν μπορεί να κάνει και ότι πρέπει να είναι υπεύθυνο για τις πράξεις του, όπως ακριβώς οι ενήλικες για τις δικές τους. Ωστόσο, στο σημείο αυτό χρειάζεται προσοχή: η σωματική τιμωρία, το ξύλο, φαίνεται να μην εξασφαλίζει μια καλή συμπεριφορά, γιατί δείχνει στο παιδί τι δεν πρέπει να κάνει κι όχι τι πρέπει να κάνει. Σε πολλές περιπτώσεις, οι κουρασμένοι γονείς είναι πολύ εύκολο να βρουν διέξοδο στη σωματική τιμωρία για τη δύσκολη συμπεριφορά του παιδιού τους και άθελά τους να γίνει συνήθεια, όταν το παιδί γίνεται σχεδόν… ανυπόφορο. Για το λόγο αυτό, οι γονείς θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους ότι η τιμωρία λειτουργεί καλύτερα, όταν πρόκειται για αφαίρεση προνομίων, όπως το να μη δει το παιδί τηλεόραση, αν δεν έχει τελειώσει τα μαθήματά του.

Σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητο οι γονείς, αλλά και οι εκπαιδευτικοί, να είναι σταθεροί και συνεπείς στις αποφάσεις τους. Αν, για παράδειγμα, έχουν υποσχεθεί στο παιδί τους ότι θα πάνε βόλτα, όταν έχει τελειώσει τα μαθήματά του, πρέπει να τηρήσουν την υπόσχεσή τους. Από την άλλη μεριά, αν κλείσουν την τηλεόραση, επειδή το παιδί έκανε κάτι που δεν έπρεπε, πρέπει να είναι σταθεροί σε αυτή τους την απόφαση, κι όχι να ανοίξουν την τηλεόραση, για να μην ακούν τη γκρίνια του παιδιού. Με αυτό τον τρόπο, το παιδί μεγαλώνει σε έναν κόσμο σταθερότητας και ξέρει ότι οι μεγάλοι εννοούν και πράττουν αυτό που λένε. Ακόμα, σημαντικό είναι οι γονείς να έχουν μια κοινή γραμμή απέναντι στα παιδιά τους, έτσι ώστε το παιδί να μη διασπά τις αποφάσεις του ζευγαριού. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, ειδικά στα παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς. Δηλαδή, να μη σκέφτεται το παιδί ότι «η μαμά είπε όχι, αλλά ο μπαμπάς θα μου κάνει το χατίρι», γιατί με αυτό τον τρόπο θα συνεχίσει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά μέχρι να γίνει αυτό που θέλει.

Πάντως, φαίνεται ότι περισσότερο από την τιμωρία λειτουργεί το μοντέλο της αιτιολόγησης των αποφάσεων από τη μεριά των γονέων. Συχνά τα παιδιά ζητούν εξηγήσεις και λόγους γιατί να κάνουν αυτό που τους ζητούν οι μεγάλοι. Αυτό είναι σημαντικό στοιχείο της διαδικασίας της μάθησης και παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της σκέψης του παιδιού. Βέβαια, όταν το παιδί είναι μικρό σε ηλικία, μπορεί να μην καταλάβει πλήρως τις εξηγήσεις των γονέων του, αλλά είναι σημαντικό οι ενήλικες να χρησιμοποιούν το σύστημα αυτό από τη μικρή ηλικία των παιδιών τους, ώστε τα παιδιά να εξοικειώνονται με αυτό. Όταν οι γονείς συζητούν με τα παιδιά τους και τους εξηγούν για ποιο λόγο πρέπει να κάνουν αυτό ή εκείνο, αναγνωρίζουν στα παιδιά την ικανότητα να αποδέχονται τις συνέπειες των πράξεών τους. Έτσι, τα παιδιά εσωτερικεύουν τις αξίες των γονέων και των δασκάλων τους και είναι πιο πιθανό να τις ακολουθήσουν μεγαλώνοντας, γιατί στο μυαλό τους είναι δικαιολογημένες και έχουν πειστεί για την αναγκαιότητά τους.

Επιπλέον, οι γονείς θα πρέπει να ιεραρχούν τα θέματα, στα οποία θέλουν το παιδί τους να πειθαρχεί και να επιλέγει αυτά στα οποία θα δώσουν προτεραιότητα. Δεν είναι απαραίτητο να γίνεται «ανατολικό ζήτημα» το αν το παιδί θα φάει μήλο ή αχλάδι το απόγευμα ή αν θα ξεκινήσει το διάβασμα από τη Γλώσσα ή τα Μαθηματικά, αλλά είναι πολύ σημαντική η ασφάλειά του, οπότε δεν μπορεί να βγει με το ποδήλατο στο δρόμο, ή το γεγονός ότι θα πρέπει να διαβάσει, για να δει τηλεόραση. Οι γονείς μπορούν να κρίνουν ποια θέματα είναι σημαντικά και σε αυτά θα πρέπει να επιμένουν, μιλώντας στο παιδί με φωνή ήρεμη, θετική, αλλά συγχρόνως σταθερή και αποφασιστική, ώστε το παιδί να καταλάβει ότι το εννοούν. Πολλοί γονείς επιμένουν ακόμα και σε μικρά ζητήματα, «για να μην τους πάρει το παιδί τον αέρα», δημιουργώντας έτσι μικρές καθημερινές περιόδους γκρίνιας. Στην πραγματικότητα, είναι καλύτερα το παιδί να μάθει ότι υπάρχει ευελιξία και μπορεί ο γονιός να υποχωρήσει σε κάποιο θέμα, αλλά, όταν θα επιμείνει, σημαίνει ότι το ζήτημα είναι σημαντικό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στα παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς, για τα οποία είναι δύσκολο να υπακούσουν σε πολλά «πρέπει».

Πιο σημαντικό όμως είναι το μοντέλο συμπεριφοράς που προσφέρουν οι γονείς στο παιδί τους. Αν το παιδί μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον που οι γονείς ενισχύουν τη μαθησιακή διαδικασία, χωρίς να είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, θα τη θεωρεί και το ίδιο σημαντική και θα προσπαθεί περισσότερο στο σχολείο και στα μαθήματά του.

Οι γονείς που θέτουν όρια δέχονται και ακούν πώς νιώθει το παιδί τους, αλλά και του διδάσκουν πώς να χειρίζεται τα συναισθήματά του και πώς να βρίσκει κατάλληλες διεξόδους. Όταν το παιδί είναι θυμωμένο, γιατί νιώθει ότι δεν τα καταφέρνει, και αρχίζει να φωνάζει και να σπάει πράγματα, ο γονιός που βάζει όρια θα του πει ότι αυτή η συμπεριφορά δεν είναι καλή και θα του προτείνει να τρέξει στον κήπο ή να κάνει κάποια δραστηριότητα, για να εκτονώσει το θυμό του και να ηρεμήσει. Πολλοί γονείς θα ήθελαν να προστατέψουν το παιδί τους από πόνο, θλίψη, θυμό, απογοήτευση και άλλα αρνητικά συναισθήματα. Ωστόσο, αυτό δε γίνεται και επιπλέον τα παιδιά έχουν ανάγκη να βιώσουν όλα τα συναισθήματα, για να μάθουν να τα χειρίζονται και να γίνουν ολοκληρωμένοι άνθρωποι. Όταν, λοιπόν, το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με αυτά τα συναισθήματα, οι γονείς δεν πρέπει να νιώθουν υποχρεωμένοι να διορθώσουν κάτι ή να κάνουν το παιδί να σταματήσει να νιώθει έτσι. Αντίθετα, πρέπει να το ακούσουν, να αναγνωρίσουν τα συναισθήματά του και να το καθοδηγήσουν πώς να τα χειριστεί. Για παράδειγμα, όταν το παιδί ζητήσει ένα καινούριο παιχνίδι, το οποίο ο γονιός δεν έχει τη δυνατότητα να αγοράσει, ο γονιός πρέπει να αναγνωρίσει ότι το παιδί μπορεί να στενοχωρήθηκε και να απογοητεύτηκε, επειδή δεν μπορεί να έχει αυτό που θέλει, και είναι λογικό να νιώθει έτσι. Όταν οι γονείς αναγνωρίζουν τα συναισθήματά του, το παιδί ηρεμεί και υπακούει πολύ πιο γρήγορα. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν λιγότερα σημεία συγκρούσεων στην οικογένεια και γιατί οι συναισθηματικοί δεσμοί μεταξύ γονέων και παιδιών ενισχύονται, με αποτέλεσμα τα παιδιά να ανταποκρίνονται καλύτερα στις απαιτήσεις των γονιών τους. Με τον τρόπο αυτό, τα παιδιά θεωρούν τους γονείς συμμάχους τους και θέλουν να τους ευχαριστήσουν, και όχι να τους απογοητεύσουν.

Εν κατακλείδι, πάντως, τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν δεν είναι πάντα ενδεικτικά μαθησιακών δυσκολιών μόνο, αλλά μπορεί να κρύβουν κάποια δυσπροσαρμογή του παιδιού. Αν οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί παρατηρήσουν κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού ή κάποια δυσκολία στη λειτουργικότητά του, είναι καλό να ζητήσουν τη συμβουλή κάποιου ειδικού. Η ενημέρωση είναι το πρώτο βήμα που μας βοηθάει να αφυπνιστούμε και να αρχίσουμε να μιλάμε ανοιχτά για το θέμα αυτό, να μοιραζόμαστε σκέψεις και συναισθήματα. Άλλωστε, είναι καλύτερα να προλαμβάνουμε παρά να θεραπεύουμε.

*Τα ονόματα έχουν αλλαχτεί, για να προστατευτεί η ταυτότητα των θεραπευόμενων.